αζωγράφιστος

αζωγράφιστος
-η, -ο [ζωγραφίζω]
1. αυτός που δεν τόν ζωγράφισε κανείς, που δεν τόν απεικόνισε, ο μη ζωγραφισμένος
2. που δεν διακοσμήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διακοσμηθεί με ζωγραφική, ο αδιακόσμητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αζωγράφιστος — αζωγράφιστος, η, ο και αζωγράφητος, η, ο αυτός που δεν είναι ζωγραφισμένος, διακοσμημένος: Παντού υπήρχαν ζωγραφιές· μόνο το ταβάνι ήταν αζωγράφιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζωγράφητος — η, ο [ζωγραφώ] ο αζωγράφιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”